-
1 вниз
вниз ((προς τα) κάτω смот реть \вниз κοιτάζω κάτω сойти \вниз κατεβαίνω \вниз по лестнице κατεβαίνοντας τη σκάλα \вниз по течению ακολουθόντας. το ρεύμα* * *смотре́ть вниз — κοιτάζω κάτω
сойти́ вниз — κατεβαίνω
вниз по ле́стнице — κατεβαίνοντας τη σκάλα
вниз по тече́нию — ακόλουθοντας το ρεύμα
-
2 вниз
внизнареч κάτω, προς τά κάτω:спуститься \вниз κατεβαίνω, κατέρχομαι· вверх и \вниз πάνω (καί) κάτω, ἄνω καί κάτω· сверху \вниз ἀπό ἐπάνω προς τά κάτω· ◊ плыть \вниз по течению πλέω μέ τό ρεΰμα τοῦ ποταμοῦ, κατεβαίνω τό ποτάμι, κατα-πλεω ποταμόν. -
3 вниз
επίρ.1. προς τα κάτω•спускаться κατεβαίνω κάτω•
глядеть вниз κοιτάζω προς τα κάτω.
2. (γιά ποτάμια) προς τις εκβολές•плавать вниз по днепру πλέω στο Δυείπερο προς τα κάτω.
-
4 вниз
[βνίς] εκίρ. προς το κάτω -
5 вниз
[βνίς] επίρ προς το κάτω -
6 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
7 сверху
επίρ.1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.
2. από πάνω, εκ των άνω•вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•
вид сверху άποψη από πάνω•
смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.
3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.
εκφρ.сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•сверху донизу – από πάνω ως κάτω•провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση). -
8 башня
ο πύργος· водонапорная - ύδρευσης, ο υδατόπυργος- крана - του γερανού, η βάση του γερανού σε σχήμα πύργουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > башня
-
9 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
10 сверху
сверхунареч1. (на поверхности) ἀποπάνω, ἀνωθεν:напиши \сверху γράψε ἀπο-πάνω·2. (с высоты) ἀπό ψηλά, ἐξ ὕψους:вид \сверху ἡ κάτοψις, ἡ ἄποψη ἀπό ψηλα· смотреть \сверху вниз а) κοιτάζω ἀπό πάνω προς τά κάτω, б) перен κοιτάζω ἀφ· ὑψηλού·3. перен ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω, ἀπό πάνω:директива \сверху ἐντολή ἀπό πάνω· ◊ \сверху донизу а) ἀπό πάνω ὡς κάτω, б) перен ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια (с головы до пят)· глядеть \сверху вниз на кого-л. κυττάζω κάποιον ἀφ' ὑψηλοῦ. -
11 вверх
вверхнареч ἐπάνω, ἄνω, προς τά πάνω:плыть \вверх по реке ἀνεβαίνω τό ποτάμι, ἀναπλέω ποταμό; \вверх и вниз πάνω καί κάτω; смотреть \вверх βλέπω ψηλά; ◊ \вверх дном разг ἄνω κάτω, ἀνάποδα; ру́ки \вверх! ψηλά τά χέρια! -
12 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
13 прыжок
-жка α. άλμα, πήδημα• σάλτο•прыжок в высоту άλμα σε ύψος•
прыжок в длину άλμα σε μήκος•
прыжок через перекладину άλμα επι κοντώ•
прыжок сверху вниз πήδημα από πάνω προς τα κάτω•
прыжок с парашютом πήδημα με το αλεξίπτωτο.
-
14 ходить
хожу, ходишьρ.δ.1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.
2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•
ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•
ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•
ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•
ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.
|| κινούμαι•месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.
|| μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.
3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•
ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•
ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•
ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•
ходить гулять πηγαίνω περίπατο.
|| εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.4. κινούμαι γρήγορα.5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.
6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•-ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•
поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).
7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).
8. βλ. идти (10 σημ.)•9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).10. τ ιμώμαι•квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.
|| κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.11. περιποιούμαι, φροντίζω•ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•
ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.
12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.13. φορώ, φέρω•ходить в очках φορώ γυαλιά•
ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.
14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•
ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•
ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•
ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.
15. βλ. идти (19 σημ.).16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.εκφρ.ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•ходить по делам – παλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•не ходить за словом в карман – παλ. • βλ. έκφραση στη λ. лезть•(все) под Богом -им – παλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.
См. также в других словарях:
ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… … Православная энциклопедия